απομόργνυμι — ἀπομόργνυμι (Α) 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφούγγισμα 2. «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» αποβάλλω την οργή, ηρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ομόργνυμι «σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
ἀπομορξαμένω — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενον — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc acc sg ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόρξαι — ἀπομόργνυμι wipe off aor inf act ἀπομόρξαῑ , ἀπομόργνυμι wipe off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοργνυμένοις — ἀπομόργνυμι wipe off pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενοι — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενος — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυνται — ἀπομόργνυμι wipe off pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυσθαι — ἀπομόργνυμι wipe off pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυται — ἀπομόργνυμι wipe off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυτο — ἀπομόργνυμι wipe off imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)